- ἀνασκινδαλεύω
- ἀνασκινδᾰλεύω or [suff] ἀνασκ-ῠλεύω, = [dialect] Att. ἀνασχινδυλεύω, Hsch., EM100.51, Phryn.PSp.48 B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανασκινδαλεύω — και υλεύω βλ. ανασχινδυλεύω … Dictionary of Greek
ἀνασκινδαλευθῆναι — ἀνασκινδαλεύω aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)